Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

The Zambian Pin

ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ & ΖΑΜΠΙΑ (Τρίτη 18 Ιουνίου – Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013)

Οι πινέζες μας: Francistown, Gweta, Kubu Island, Nata, Livingstone, Lusaka, Itezhi Tezhi, Mkusi, Mpika



RamokgwebanaKazungulaNakonde: Γεμάτοι από αναμνήσεις, θετική ενέργεια και νέους φίλους από την λατρεμένη μας Ζιμπάμπουε, το οδοιπορικό μας συνεχίστηκε στη γειτονική Μποτσουάνα με σκοπό να τηρήσουμε την υπόσχεση που είχαμε δώσει να επισκεφτούμε ένα ακόμα θαύμα της φύσης, τα Makgadikgadi Pans, πριν συνεχίσουμε την πορεία μας προς Ζάμπια. Τι κι αν μάταια σχεδιάζαμε να επιταχύνουμε κάπως τους ρυθμούς μας.. Αυτό το κάτι θεϊκό που αγγίζει μαγικά το χωροχρόνο μας και επηρεάζει τόσο υπέροχα το ταξίδι μας, φρόντισε να μεταφέρει απίστευτο «χρόνο εμπειρίας» στους λογαριασμούς του The Pin Project. Πλάι σε ανθρώπους σπάνιους και μέρη πρωτόγνωρα, εμπλουτίσαμε ακόμα περισσότερο το ταξίδι μας, φορτώσαμε τις κάρτες μνήμης με ιστορικά ντοκουμέντα και πήραμε σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον. 



 




Καλωσήρθατε ξανά!
Την Τρίτη (18/06) νωρίς το μεσημεράκι περάσαμε τα σύνορα από Ζιμπάμπουε για Μποτσουάνα (δεν απαιτείται άδεια εισόδου για τη Μποτσουάνα) και έχοντας πλέον αρκετή εμπειρία με «δυσκοίλιους» ανθρώπους, ξεπεράσαμε για μία ακόμα φορά τις όποιες ενστάσεις των μυστήριων κτηνιάτρων που βρίσκουν τη μεταφορά του κρανίου από αγελάδα που κουβαλάμε από Σενεγάλη, αδύνατη. Η ιστοριούλα με τον παππού που πρωτολανσάραμε στη Σουαζιλάνδη δούλεψε περίφημα και με αυτό τον τρόπο ξεγλιστρήσαμε άνετα από τα Μπατσουάνα συνόρα. Φτάνοντας στη Francistown, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας και σημαντικό κέντρο εμπορίου, πήγαμε κατευθείαν σε ένα εμπορικό για την προμήθεια ξηράς τροφής, νερού και καυσίμων. Η ισοτιμία Pula-Euro από τον περασμένο Φλεβάρη που είχαμε ξαναμπεί στη χώρα είχε βελτιωθεί με τα καύσιμα και τα ψώνια στο supermarket να είναι πράγματι πολύ φτηνά. Η πόλη είχε κυριολεκτικά τα πάντα και απλά θα επαναλάβουμε τους εαυτούς μας όταν πριν 6 περίπου μήνες γράφαμε ότι η Μποτσουάνα είναι μία ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα -εννοείται με δυτικούς όρους- όπου ο ταξιδιώτης από Αμερική ή Ευρώπη εκπλήσσεται ενώ ο ντόπιος μάλλον ζορίζεται. Αφού προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα κινηθήκαμε προς το Cresta Marang Hotel, το οποίο παρείχε όλες τις απαραίτητες ανέσεις και για κατασκηνωτές.

Το πλάνο της εκ νέου επίσκεψης στη Μποτσουάνα ήταν η διάσχιση των Makgadikgadi Pans, μίας τεράστιας αποξηραμένης ερήμου που περιλαμβάνει τρεις λεκάνες (Sowa, Ntwetwe & Nxai), οι οποίες καλύπτονται από αλάτι και σαβάνα ενώ αποτελεί μοναδικό προορισμό απομόνωσης και αυτοσυγκέντρωσης. Από το Francistown, σχεδιάζαμε να κινηθούμε δυτικά προς Gweta και από εκεί να μπούμε στη λεκάνη Ntwetwe, να καταλήξουμε στο Kubu Island (ένα «νησί» στη μέση του πουθενά γεμάτο απομεινάρια και γιγαντιαία μπάομπαμπ) και από εκεί ξανά βόρεια μέσω της λεκάνης Sowa μέχρι τη Nata.

Το πρωί της Τετάρτης (19/06) πακετάραμε και ετοιμαστήκαμε για το ταξιδάκι της ημέρας. Ο Ζήκος
Ιδού ο ένοχος.
όμως είχε αντίθετη άποψη, πράγμα που διαπιστώσαμε όταν τον είδαμε να «βάζει τα δάκρυα». Στον έλεγχο ρουτίνας που κάνουμε κάθε πρωί που τον βάζουμε μπρος, διαπιστώσαμε ότι έσταζε πετρέλαιο αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από που. Επιπλέον, εδώ και καιρό ακούγαμε ένα σφύριγμα από τα εσώψυχά του αλλά δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε το ακριβές σημείο. Μας το «σφύριζε» ο καημένος το πρόβλημα αλλά εμείς τίποτα.. μέχρι που άρχισε τα δάκρυα. Η αντλία υψηλής πίεσης σε ένα πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο είναι το τελευταίο πρόβλημα που θα ευχόταν κανείς να έχει και για μία ακόμα φορά έπρεπε να δώσουμε λύση στο νέο πονοκέφαλο ψάχνοντας στα τυφλά να βρούμε κάποιον μηχανικό εμπιστοσύνης, ο οποίος δε θα αντιμετώπιζε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο ως διαστημικό αλλά θα ασχολιόταν επαγγελματικά με το θέμα. Με τη μοναδική συνταγή σε τέτοιες περιπτώσεις «τα παίρνω όλα σβάρνα και ρωτώ τους πάντες», βρήκαμε ένα συνεργείο όπου επισκεύαζαν αντλίες πετρελαίου και το παλικάρι δέχτηκε να ασχοληθεί παρ΄όλο που μας συμβούλεψε να αποκλείσουμε κάθε ενδεχόμενο εύρεσης του παραμικρού ανταλλακτικού στη χώρα. Ο
Jason αποδείχτηκε επαγγελματίας και εντόπισε ότι το σφύριγμα και η διαρροή προερχόταν από ένα φαγωμένο μικροσκοπικό o-ring στο επάνω μέρος της αντλίας. Στην Ελλάδα ή και στη Νότια Αφρική, η αντικατάσταση όλων των o-ring θα ήταν υπόθεση ρουτίνας αλλά όχι στη Μποτσουάνα. Ο Jason είχε μία μεταχειρισμένη αντλία Bosch (παρόμοια με αυτή του Ζήκου) και αφού μας εξήγησε το πρόβλημα, προσπάθησε να αντικαταστήσει το o-ring. Δοκιμάσαμε τρεις φορές αλλά η διαρροή δεν σταματούσε και κάπου εκεί έπεσε στο τραπέζι το σενάριο της αποστολής της αντλίας στη Νότια Αφρική για ολική συντήρηση και επισκευή ή της τοποθέτησης νέας. Ο μηχανικός δεν ήθελε να διακινδυνέψει την πρόχειρη επισκευή της με μεταχειρισμένα τσιμουχάκια και έτσι θεώρησε πιο τίμια επιλογή την συντήρηση της ήδη υπάρχουσας ή την τοποθέτηση καινούριας. Η διαφορά μεταξύ των δύο ούτως ή άλλως δαπανηρών επιλογών δεν ήταν μεγάλη και έτσι επιλέξαμε τη σιγουριά που θα μας έδινε μία νέα αντλία πετρελαίου σε ένα γερασμένο Ζήκο, οποίος και τι δε θα έδινε για νέα καρδιά! Ο Jason ανέλαβε να την παραγγείλει από Ν. Αφρική και ταυτόχρονα να οργανώσει τη μεταφορά της και έτσι ανανεώσαμε το ραντεβού μας επ’ αόριστον.  

Επιστρέψαμε στο κάμπινγκ με την ψυχή στο πάτωμα τόσο για το νέο οικονομικό αιματοκύλισμα όσο και για το νέο πρόβλημα του ήδη ταλαιπωρημένου Ζήκου, στον οποίο πολύ πρόσφατα είχαμε αλλάξει τουρμπίνα και ρουλεμάν στο δεξί τροχό. Κακά τα ψέματα, ο Ζήκος είναι ο τρίτος της παρέας και αν κάποιος από τους τρεις μας αντιμετωπίζει το παραμικρό, αυτό μόνο προβληματισμό και σύννεφα προκαλεί. Αν σε αυτό προστεθεί και ο οικονομικός αντίκτυπος στα ταμειακά μας διαθέσιμα, αυτομάτως το κοκτέιλ γίνεται εκρηκτικό και το ταξίδι αποκτάει μία πικρούτσικη γεύση. Προσπαθήσαμε να χαλαρώσουμε, να ηρεμήσουμε και να οργανώσουμε τις σκέψεις μας, το χρόνο μας και τα οικονομικά μας. Η αναμονή αυτή δε θα μας έβγαινε σε κακό αφού θα μας επέτρεπε να κοιτάξουμε πίσω (πράγμα πολύ σημαντικό μετά από ένα χρόνο) και να κάνουμε τις διαπιστώσεις μας, θα έτρεφε τις γλυκιές ανοιχτές πληγές από την αναχώρησή μας από το Ethandweni (ένα μέρος της καρδιάς μας έχει μείνει εκεί) και επιπλέον θα βοηθούσε να σχεδιάσουμε με λεπτομέρεια το πλάνο της συνέχειας (λέμε τώρα..).

Τσιγαράκι, χαρτάκι ναούμ
Κάψιμο στον υπολογιστή
Οι επόμενες τρεις εβδομάδες, μέχρι την άφιξη του ανταλλακτικού, κύλισαν πολύ ήσυχα και η καθημερινότητα μας περιελάμβανε καλό φαί (είχαμε την ευκαιρία να πηγαίνουμε τακτικά στο κοντινό supermarket και να ψωνίζουμε φρέσκο κρέας και λαχανικά), αρκετό ύπνο, μπόλικο χαρτάκι-σταυρόλεξα-sudoku και ατελείωτο σερφάρισμα στο διαδίκτυο παίρνοντας συνεχώς ιδέες για τη συνέχεια του ταξιδιού και τον εμπλουτισμό του με νέα στοιχεία. Παράλληλα, κατά την παραμονή μας στο κάμπινγκ και αφού είχαμε ήδη κλείσει ένα δεκαήμερο, γίναμε για μία ακόμα φορά αποδέκτες της «καλοσύνης των ξένων». Ο Ian, ο διευθυντής του ξενοδοχείου, μόλις έμαθε την ιστορία μας από τις κοπέλες της reception, μας επισκέφθηκε ένα μεσημέρι και μας ενημέρωσε ότι η διαμονή μέχρι να επισκευαστεί το αυτοκίνητο είναι δωρεάν με το σκεπτικό ότι αφενός δεν τους κοστίζουμε πρακτικά τίποτα και αφετέρου ότι δεν είναι επιλογή μας το γεγονός ότι «κολλήσαμε» στη Francistown. Τον ευχαριστήσαμε θερμά για τη κίνησή του και πήραμε έτσι αθόρυβα ένα ακόμα μάθημα γενναιοδωρίας, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς σε μία ξένη χώρα από έναν άγνωστο, ο οποίος παραμέρισε το όποιο οικονομικό συμφέρον συνδυάζοντας τη λογική με το συναίσθημα και την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε προσδοκίας ή αξίωσης. Αλήθεια γιατί είναι τόσο δύσκολο να εφαρμόσουμε κάτι τέτοιο σε καθημερινή βάση βάζοντας στην άκρη θρησκείες, χρώματα, συμφέροντα και φυσικά το χρήμα; Ρητορικό το ερώτημα για τους περισσότερους μιας και εμείς έχουμε πάρει αποστομωτικές απαντήσεις από εκεί που δεν το περιμέναμε και το Ευχαριστώ μας πλέον έχει αλλάξει έννοια.

Μετά από σχεδόν ένα μήνα αναμονής, το πρωί της Τετάρτης (17/07) χτύπησε το τηλέφωνο και ο Jason μας ενημέρωνε για την άφιξη της καινούριας αντλίας. Πακετάραμε τα πάντα στο άψε σβήσε και πήγαμε κατευθείαν στο συνεργείο για τη πολυαναμενόμενη μεταμόσχευση καρδιάς. Ο Ζήκος θα έμενε όλη την ημέρα στο «χειρουργείο» και φυσικά οι άνθρωποι του Marang Hotel δεν μας άφησαν έτσι. Ένεκα που η Φιφίκα δεν μπορούσε να μας φιλοξενήσει, μας έβαλαν να κοιμηθούμε σε δωμάτιο και για μία ακόμα φορά μας σκλάβωσαν με το ενδιαφέρον και τη μεγαλοψυχία τους.

Η εγχείρηση πήγε μια χαρά και την Πέμπτη (18/07), ο Ζήκος ήταν πίσω μαζί μας πιο υγιής από ποτέ με νέα αντλία υψηλής πίεσης και νέο φίλτρο πετρελαίου. Στην επιστροφή μας στο κάμπινγκ, κάναμε τα ψώνια μας, φουλάραμε το ρεζερβουάρ και ετοιμαστήκαμε για την επανεκκίνηση του ταξιδιού και την εξερεύνηση των μυστηριακών Makgadikgadi Pans.

Πλανήτης Baobab
Σα να μην πέρασε μια μέρα, την Παρασκευή το πρωί (19/07) ήμασταν ξανά στους δρόμους της Αφρικής. Βάζοντας δυνατά τη μουσική συλλογή του Ethandweni και κινούμενοι βόρεια και δυτικά με σταθερή ταχύτητα 60-65 χλμ, φτάσαμε νωρίς το απόγευμα στο Planet Baobab λίγο έξω από τη Gweta. Ο χώρος μας ήταν γνωστός από άλλους ταξιδιώτες και προσφερόταν για ανασυγκρότηση και άντληση πληροφοριών σχετικά με το -ας πούμε- οδικό δίκτυο εντός των Makgadikgadi Pans. Τεράστια αιωνόβια μπάομπαμπ πλαισίωναν το χώρο της κατασκήνωσης και ένα μεγάλο και ζεστό σαλόνι-τραπεζαρία ήταν ότι έπρεπε για να απολαύσουμε μία παγωμένη μπυρίτσα πριν πάμε νωρίς για ύπνο. 



Είσοδος στο Ntwetwe Pan
Το Σάββατο (20/07) ξυπνήσαμε κατά τις 7 το πρωί και γρήγορα γρήγορα φτάσαμε στη Gweta, την άτυπη βόρεια πύλη των Ntwetwe και Sowa Pans. Μετά το χωριό, ο δρόμος ήταν αμμώδης και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα μέχρι να αφήσουμε πίσω μας τη σαβάνα και να βγούμε στην πρώτη λευκή λεκάνη σκεπασμένη από αλάτι. Η ατμόσφαιρα ήταν μοναδική, ο ορίζοντας ήταν πεντακάθαρος και αυτή η απεραντοσύνη απέπνεε μία απόκοσμη ενέργεια. 



Είμαστε στον αέρα!
Η αεικίνητη γκριζόλευκη έρημος χανόταν μέσα σε απόλυτη αρμονία στο βαθύ γαλάζιο του ουρανού και έμενες να αναζητείς απαντήσεις σε βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα όπως ο Μικρός Πρίγκιπας. Συγκλονιστικό, μοναδικό, αψεγάδιαστο, απλά τέλειο! Αφού παίξαμε αρκετά φωτογραφίζοντας τους εαυτούς μας με το άπειρο, μετά από 4 ώρες δύσκολου off road, φτάσαμε στο Kubu (ή Lekhubu) Island, ένα βραχώδη σχηματισμό από γρανίτη στον οποίο αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ανθρώπινη παρουσία προ Homo Sapiens εποχής και είναι πλημμυρισμένος από πανάρχαια μπάομπαμπ. Σταθήκαμε για κάμποση ώρα να νιώσουμε την ενέργεια και να απολαύσουμε το μεγαλείο της φύσης αλλά και πάλι δεν το χόρταινες. Ανάλογα συναισθήματα μας είχε γεμίσει η πορτοκαλοκόκκινη έρημος Ναμίμπ και πραγματικά είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού τα μέρη που μας έχουν κάνει να νιώσουμε κάτι ανάλογο. 


Υπεραιωνόβια μπάομπαμπ, Kubu Island
Μήπως είναι αλήθεια τελικά ότι ο άνθρωπος είναι τόσο μικρός κι ασήμαντος μπροστά στη δύναμη της φύσης; Μήπως είναι αλήθεια ότι η ενέργεια που υπάρχει γύρω μας δεν μπορεί να μετρηθεί σε επιστημονικές μονάδες μέτρησης αλλά σε αναπνοές, σε σκέψεις, σε συναισθήματα, σε αντιδράσεις, σε ξεσπάσματα.. Κι αν όλα αυτά είναι αλήθεια, τότε γιατί ο άνθρωπος αναλώνεται σε ασήμαντα και εφήμερα πράγματα; Φυσικά και τις απαντήσεις θα τις δώσει ο καθένας στον εαυτό του μέσα από το δικό του ταξίδι στον δικό του μικρόκοσμο προς αναζήτηση της δικής του Ιθάκης αλλά οι αντικατοπτρισμοί θα είναι πάντα εκεί για να μας θυμίζουν ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος, μαύρο και άσπρο και πάει λέγοντας.

Έχοντας πραγματοποιήσει άλλη μία ιστορική επίσκεψη, τηρώντας την υπόσχεση που είχαμε δώσει στους εαυτούς μας τον περασμένο Φεβρουάριο όταν η πρόσβαση στις αχανείς αλατολεκάνες ήταν αδύνατη λόγω της περιόδου των βροχών και έχοντας ρουφήξει δυαντές τζούρες από τον «ιερό βράχο» του Kubu Island, πήραμε το δρόμο του γυρισμού μέσω της λεκάνης Sowa προς τη Nata. Η επιστροφή ήταν ιδιαίτερα κουραστική και το off road αυτή τη φόρα κράτησε περίπου 3 ώρες μέχρι να πατήσουμε ξανά άσφαλτο. Η βραδιά έκλεισε στο ίδιο κάμπινγκ που είχαμε μείνει πριν περίπου 5 μήνες, όταν τότε περνούσαμε από τη Μποτσουάνα στη Ναμίμπια. 


Γεια σου καπετάνιε
Ποταμός Ζαμβέζης &
στο βάθος Ζάμπια
Την Κυριακή (21/07), η Γεωργία ανέλαβε το τιμόνι ξεκουράζοντας τον Νίκο από το off road της προηγουμένης και διανύοντας 350 περίπου χιλιόμετρα φτάσαμε στο τριεθνές συνοριακό πέρασμα του Kazungula όπου ο ποταμός Ζαμβέζης αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Μποτσουάνα, Ναμίμπια (μέσω του παραπόταμου Chobe), Ζάμπια και Ζιμπάμπουε. Με μπλάβα διασχίσαμε τον ποταμό και μέσα σε λίγα λεπτά πατούσαμε το πόδι μας σε ζαμπιάνικο έδαφος. Τα σύνορα ήταν ένα χάος, αυτή τη φορά δεν υπήρξε κανείς να ασχοληθεί με το σενεγαλέζικο λάφυρο και μετά από ένα μπαράζ σφραγίδων, αδειών και φόρων, οι ρόδες μας κύλισαν προς Livingstone, πόλη-ορόσημο της Ζάμπια και της ευρύτερης νότιας Αφρικής.

Η Ζάμπια, που αντλεί την ονομασία της από τον ποταμό Ζαμβέζη, ανέκτησε την ανεξαρτησία της από τα Βρετανικά λυκόπουλα το 1964, αφού προηγουμένως αποτελούσε το βόρειο σκέλος της Μεγάλης Ροδεσίας και μαζί με τη γείτονα Ζιμπάμπουε (Νότια Ροδεσία), αποτελούσαν μέρος της Βρετανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής που από τον 18ο αιώνα δε σταματούσε να «εξερευνά» τα πρωτόγονα και συνάμα παρθένα αφρικανικά εδάφη με το πρόσχημα του εκχριστιανισμού, του εμπορίου και της διάδοσης του πολιτισμού. Μόνο που αντί να τους δώσουν τα φώτα, τελικά τους τα άλλαξαν.. Χώρα πλούσια σε κοιτάσματα χαλκού και ανέγγιχτο φυσικό περιβάλλον λόγω του ότι βρίσκεται -μάλλον για το καλό της- «σφινωμένη» μεταξύ κεντρικής, νότιας και ανατολικής Αφρικής, η Ζάμπια αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μία φάση ταχείας ανάπτυξης καθώς μεγάλα κινέζικα και ινδικά κεφάλαια οικοδομούν το «μέλλον» της και στηρίζουν τις κρατικές «πρωτοβουλίες» με το αζημίωτο βέβαια (υδροηλεκτρικούς σταθμούς, εμπορικά κέντρα, ορυχεία, οδικό δίκτυο κλπ). Οι αφροσκεπτικιστές μιλούν για μια νέα μορφή αποικισμού, αυτή τη φορά από τους Ασιάτες, αλλά όταν δεν έχεις επιλογές -ή καλύτερα όταν σου περιορίζουν τις επιλογές ή κάθε φορά σου τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια- τελικά οι όποιες παραχωρήσεις/ υποχωρήσεις αποτελούν μονόδρομο προκειμένου να καταφέρεις κάποια στιγμή να σταθείς στα πόδια σου.

Μνημείο David Livingstone
Το Livingstone αντλεί το όνομα του από τον περίφημο David Livingstone (βρετανικό λυκόπουλο που προσπάθησε να διαδώσει το χριστιανισμό και ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που αντίκρισε του καταρράκτες του ποταμού Ζαμβέζη και στους οποίους απέδωσε την ονομασία καταρράκτες Βικτώρια με το οποίο -κακώς βέβαια- είναι γνωστοί σήμερα προς τιμήν της τότε βασίλισσας Βικτώρια) και είναι μία σύγχρονη πόλη με εμφανείς τις βρετανικές επιρροές στην ρυμοτομία και αρχιτεκτονική της ενώ απέχει μόλις 60 χλμ από τα σύνορα με τις υπόλοιπες νότιες γειτόνισσες της Ζάμπια. Αποτελεί βασικό ορμητήριο για ημερήσιες εκδρομές στους περίφημους καταρράκτες που μοιράζονται από κοινού η Ζάμπια και η Ζιμπάμπουε, οι οποίοι από την ζαμπιάνικη πλευρά έχουν την ονομασία Mosi-oa-Tunya (ή «The smoke that thunders» για τους αγγλομαθείς) στην γλώσσα της φυλής Lozi.


Αργά το απόγευμα βολευτήκαμε σε ένα backpackers που παρείχε ευκολίες για κατασκηνωτές, μαγειρέψαμε μία μακαρονάδα γιατί από το πρωί δεν είχαμε βάλει τίποτα στο στόμα και πήγαμε νωρίς για ύπνο. Η επόμενη ημέρα περιελάμβανε πλούσιο πρόγραμμα, άφθονες φωτογραφίες και γιατί όχι μπάνιο με τα ρούχα (από το σπρέι των καταρρακτών). Επιπλέον, το πλάνο μας για τη Ζάμπια δεν περιελάμβανε κάτι άλλο και είχαμε σκοπό μετά τους καταρράκτες να τραβήξουμε πορεία βόρεια για Τανζανία με κατά τόπους διανυκτερεύσεις.

Λεωφορείο στο Livingstone
Δευτέρα πρωί (22/07) σηκωθήκαμε με την ησυχία μας, φτιάξαμε το πρωινό μας και αφού ρωτήσαμε να μάθουμε τον πιο φτηνό τρόπο για να μεταβούμε στους καταρράκτες (δε θέλαμε να πάμε με τον Ζήκο και να τον αφήσουμε εκτεθειμένο), πήγαμε στον σταθμό να πάρουμε ένα βανάκι. Παρατηρήσαμε ότι ήμασταν οι μοναδικοί λευκοί τόσο στο σταθμό όσο και στο βανάκι και μας έκανε εντύπωση. Η απορία μας λύθηκε σχετικά γρήγορα όταν μάθαμε ότι όλοι οι τουρίστες προτιμούν να πληρώσουν 10 δολάρια πάνε και 10 δολάρια έλα για να πάρουν ταξί παρά να πάρουν το λεωφορειάκι της γραμμής, να στριμωχτούν με τους ντόπιους και να περιμένουν μέχρι να γεμίσει το βανάκι (εκεί να δείτε οικονομίες κλίμακας). Εμείς φυσικά και δεν έχουμε τέτοιου είδους αναστολές και κολλήματα και μάλιστα πληρώσαμε μόνο 1.7 ευρώ πάνε-έλα!



Καταρράκτες Mosi-oa-Tunya
Η χρονική περίοδος (περίοδος ξηρασίας) που επισκεπτόμασταν τους καταρράκτες δεν ήταν και η καλύτερη αναφορικά με τη συγκέντρωση υδάτων από τον ποταμό Ζαμβέζη αλλά αυτό δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Παρ’ όλο που οι απόψεις διίστανται σχετικά με την κατάταξή τους παγκοσμίως ως οι μεγαλύτεροι, το σίγουρο είναι ότι αυτό εξαρτάται από το μέγεθος που χρησιμοποιείται για να γίνει η μέτρηση και η σύγκριση με αντίστοιχους καταρράκτες (Νιαγάρας στη Β. Αμερική και Ιγκουασού σε Αργεντινή & Βραζιλία). Επιστημονικά πάντως κατατάσσονται ως οι «ψηλότεροι» (108 μέτρα περίπου) και σε συνδυασμό με το φάρδος των 1708 μέτρων, δημιουργούν το μεγαλύτερο φάσμα τρεχούμενου νερού στον κόσμο.

Μαγεία!
Ένα ατμοσφαιρικό κύμα ενέργειας σε συνδυασμό με τα διακοπτόμενα ντους από το σπρέι νερού που τινάζεται στον αέρα και τα τυχαία ουράνια τόξα ανάλογα με την κατεύθυνση του αέρα (το οποίο συμπαρασύρει το σπρέι) και τη θέση του ήλιου συνθέτουν ένα συγκλονιστικό θέαμα το οποίο από όποιο σημείο κι αν σταθείς, νιώθεις δέος. Όσο πιο γλαφυρά και να το περιγράψουμε, αυτή τη δύναμη της φύσης που συντίθεται τόσο μαγικά μπροστά σου, δε θα μπορέσουμε να την αποτυπώσουμε επαρκώς και ίσως να μην έχει και αξία τελικά. Ίσως γι’ αυτό να αποκαλούν κάτι τέτοιες στιγμές one life-time experience (εμπειρίες ζωής), με τη δυσκολία της έκφρασης να αποτελεί κοινό παρονομαστή και την αποτύπωση αυτών στο φωτογραφικό χαρτί να σηματοδοτεί την καλύτερη δυνατή ανάμνηση που μπορείς να αποκομίσεις. 

Η πιο καλή πλύστρα!
Κατά την επιστροφή πήραμε 2 πιτσούλες take away για να τις φάμε στο camping και πήγαμε νωρίς για ύπνο. Μιας και η Ζάμπια ήταν -ας πούμε- transit χώρα στο πρόγραμμά μας και ένεκα που δεν βιαζόμασταν ιδιαίτερα να καλύψουμε τα 1500 χλμ από το Livingstone μέχρι και τα σύνορα με Τανζανία, αποφασίσαμε να περάσουμε άλλη μία ημέρα στην πόλη, να βάλουμε τις μπουγάδες μας και να σχεδιάσουμε τις στάσεις προς βορά.

Την Τετάρτη (24/07) ξεκινήσαμε πολύ νωρίς για τη Lusaka (Λουζάκα ή Λουσάκα) και μετά από 480 περίπου χλμ, φτάσαμε στην πρωτεύουσα. Στα μέσα της διαδρομής, το λαμπάκι check engine άναψε ξανά και ήρθε να μας θυμίσει τις αμαρτίες της Ζιμπάμπουε όπου ο μηχανικός άλλαξε μεν την τουρμπίνα αλλά κατάφερε να μην αντικαταστήσει το παλιό φθαρμένο κολάρο με νέο. Επιπλέον, εδώ και πάρα πολύ καιρό, ένας από τους τεντωτήρες του ιμάντα δυναμό είχε μαζέψει τόση σκόνη και υγρασία που ο θόρυβος από το ρουλεμάν είχε καταντήσει ανησυχητικός και κρίναμε ότι είχε έρθει επιτέλους η στιγμή της αντικατάστασής του. Με τα προβληματάκια αυτά, φτάσαμε αργά το απόγευμα στη μεγαλούπολη και κατευθυνθήκαμε στην περιοχή με τα περισσότερα backpackers-campings. Μετά από μία σύντομη επιτόπια έρευνα καταλήξαμε στο Kalulu BP (άσχετο αλλά στη γλώσσα των Nyanga σημαίνει κουνέλι) όπου και διανυκτερεύσαμε. Εκεί γνωρίσαμε τον Alex και τη Susana, ένα ζευγάρι Χιλιάνων, οι οποίοι εξερευνούσαν τα νότια της αφρικανικής ηπείρου με τα ποδήλατά τους για περίπου 3-4 μήνες. Τα είχαν τα χρονάκια τους αλλά το έλεγε η καρδιά τους και ειδικά του Alex, του οποίου δεν ήταν η πρώτη περιπέτεια με ποδήλατο. Κουβεντιάσαμε για ώρες, ήπιαμε το απίστευτο κρασί που κουβαλούσαμε μαζί μας από Μποτσουάνα (ένα μεθυστικό κόκκινο κρασί που μάθαμε στο Struisbaai και από τότε το αγοράζουμε σε συσκευασία wine-box των 5 λίτρων) και όπως ήταν φυσιολογικό, κατάφεραν να μας βάλουν το μικρόβιο του ποδηλάτου στο ανήσυχο ταξιδιάρικο μυαλό μας και να μας γεμίσουν με συμβουλές, ιδέες και προβληματισμούς.

3 γενιές Vitara!
Η Πέμπτη (25/07) ήταν ημέρα σαφάρι αλλά όχι για άγρια ζώα ή βίζες. Αναζητούσαμε όλα κι όλα ένα ρουλεμάν και ένα πλαστικό ενισχυμένο σωλήνα αντί κολάρου καθώς βαθειά μέσα μας ξέραμε ότι τα γνήσια ανταλλακτικά δεν πρόκειται να τα βρίσκαμε. Στην αντιπροσωπεία της Suzuki που κάναμε μία επίσκεψη, μας γείωσαν όταν μας είπαν ότι τα ανταλλακτικά τα εισάγουν από Ιαπωνία. Δε λέμε, καλό σαν πολιτική για τον Ιάπωνα μεγαλοκατασκευαστή που θέλει να εξασφαλίσει την άρτια συντήρηση των οχημάτων με γνήσια ανταλλακτικά αλλά όχι για τα δικά μας σχέδια. Επιπλέον, φρόντισαν να μας ξενερώσουν όταν μας ζήτησαν περίπου 100 ευρώ μόνο και μόνο για να «κουμπώσουν» το διαγνωστικό και να μας πουν τι διαβάζει από τον εγκέφαλο και το προειδοποιητικό λαμπάκι του check engine. Βάλαμε τα γέλια και τους αποχαιρετήσαμε ευγενικά. Σειρά είχε το επίσημο συνεργείο της Bosch, το οποίο λόγω φίρμας και μόνο μας έκανε να αισθανόμαστε μία σχετικά ασφάλεια ότι θα βγάλουν άκρη. Αφού ακροάστηκαν το Ζήκο, ο υπεύθυνος αποφάνθηκε ότι το πρόβλημα το είχε η αντλία του τιμονιού και όχι ο τεντωτήρας ενώ συμπλήρωσε ότι ανταλλακτικά δεν υπάρχουν και θα έπρεπε εμείς να φροντίσουμε για την προμήθειά τους πριν γίνει το οτιδήποτε. Το υπόλοιπό της ημέρας αναλώθηκε στην αναζήτηση ενισχυμένου σωλήνα μπας και ταίριαζε στη θέση του κολάρου ενώ για το ρουλεμάν, θα έπρεπε να βγει ο τεντωτήρας και μετά εμείς -και όχι ο μηχανικός- να πάρουμε σβάρνα τη ζαμπιάνικη Σπύρου Πάτση ψάχνοντας στην ουσία στα τυφλά.

Το απογευματάκι επιστρέψαμε στο backpackers γεμάτοι σκέψεις και προβληματισμούς, έτοιμοι να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις. Μετά τη Μαυριτανία και τη Νότια Αφρική, όπου το ταξίδι ήταν για κάποιες ώρες/ ημέρες στον αέρα, έτσι και στη Ζάμπια τα βάλαμε όλα κάτω και αρχίσαμε να αναζητούμε νέες λύσεις για τη συνέχεια αφού το θέμα του αυτοκινήτου είχε αρχίσει να μας κουράζει ψυχολογικά και να επηρεάζει όλο και πιο πολλές στιγμές στο ταξίδι αυτό. Κοινός παρονομαστής τα ταμειακά διαθέσιμα και η συνεχόμενη αιμορραγία από τη Ζιμπάμπουε και εντεύθεν. Νιώσαμε σαν κάποιος να μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ή να μας περνάει το μήνυμα ότι κάποια σημαντική πρωτοβουλία έπρεπε να πάρουμε για τη συνέχεια και μάλιστα κάτι που θα αλλοίωνε κατά τι το μικρό μας ονειράκι να ολοκληρώσουμε τουλάχιστον την αφρικάνικη ήπειρο με τον πιστό μας Ζήκο. Νιώσαμε πολλά εκείνο το βράδυ και σκεφτήκαμε ακόμα περισσότερα αλλά βαθειά μέσα μας κάτι μας έλεγε ότι δεν έπρεπε να παραιτηθούμε από την προσπάθεια που ξεκινήσαμε τον περασμένο Απρίλιο να ανακαλύψουμε τα όρια των εαυτών μας και το λόγο ύπαρξης μας σε αυτό τον κόσμο περικλείοντας σ’ αυτή την προσπάθεια και ένα -για άλλους- άψυχο αντικείμενο όπως είναι ένα αυτοκίνητο το οποίο για εμάς είναι το σπίτι μας, ο χώρος μας, το καταφύγιό μας. 

«Ότι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό» λέει ο στίχος και συμπληρώνει «μία ρόδα είναι και γυρνά, και ξαναπαίρνουνε φωτιά τα όνειρά σου». Παραμένοντας ακόμα ταυτισμένοι με την αναζήτηση της Ιθάκης μας και χάρη στην πρωτοφανή πίστη της Γεωργίας (ήταν εκείνη που έβλεπε μπροστά τόσο μετά τη Μαυριτανία όσο και μετά τη Νότια Αφρική όταν ο Νίκος μελετούσε τα περίφημα plan b του), αποφασίσαμε από κοινού να «ανακεφαλαιοποιήσουμε» την επένδυσή μας σε αυτό το ταξίδι ζωής και να κάνουμε τα πάντα για να κλείσουμε τις επιπόλαιες πληγές του Ζήκου, να αρχίσουμε ξανά να σκεφτόμαστε θετικά και να απολαμβάνουμε την κάθε στιγμή.

Μόνο που για να γίνει αυτό, έπρεπε να ξεπεράσουμε ένα ακόμα εμπόδιο, το οποίο επιμελώς αποφεύγαμε εδώ και 16 μήνες. Μετά την άθλια συμπεριφορά και αντιμετώπιση από τον Έλληνα ομογενή της Μαυριτανίας, με λύπη αλλά και σθένος είχαμε αποφασίσει να προσπερνάμε οποιοδήποτε ελληνικό στοιχείο υπήρχε στο δρόμο μας είτε αυτό είναι ελληνική κοινότητα, είτε είναι ελληνική επιχείρηση, είτε ορθόδοξη ιεραποστολή είτε απλά κάποια σύσταση. Ο Κώστας και η Αριάδνη (το ζευγάρι στο Cape Town) και ο Μιχάλης με τη Ρεβέκκα (το ζευγάρι στο Vilanculos) ανήκουν στην κατηγορία των απρόοπτων συναντήσεων και ειδικά με τους πρώτους που κάναμε αρκετή παρέα μέχρι να έρθει ο Ζήκος από Γκάνα, έχουμε απλά να σημειώσουμε ότι μακάρι να ήταν όλοι οι έλληνες του εξωτερικού σαν κι αυτά τα παιδιά. Όσο για τον Νικόλα που γνωρίσαμε στο Maun, αυτός είναι κατηγορία από μόνος του και φυσικά η συνάντησή μας ήταν και κει τυχαία. Επιπλέον, αν ήταν να αφήσουμε την Ελλάδα και ότι μας είχε κουράσει (με πρώτους και καλύτερους τους ανθρώπους της) και τελικά να συναναστρεφόμαστε πάλι με Έλληνες, τότε πως θα μαθαίναμε την Αφρική, τους λαούς, τους ανθρώπους και τις κουλτούρες τους;

Στη Lusaka λοιπόν, όπου υπάρχει μία αρκετά μεγάλη ελληνική και κυπριακή κοινότητα αλλά δεν έχουμε προξενείο ή πρεσβεία, αποφασίσαμε να έρθουμε σε επαφή με κάποιον (τον πρόεδρο, το δάσκαλο, τον δεσπότη.. κάποιον τέλος πάντων) έτσι ώστε να μας προτείνει κάποιο συνεργείο και κάποιο μηχανικό τον οποίο θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, τα μοναδικά στοιχεία επικοινωνίας που μπορέσαμε να βρούμε, ήταν ενός πρώην άμισθου πρόξενου ονόματι κος Βαγγελάτος (να είναι καλά ο άνθρωπος!). Δεν είναι υπερβολή αν σας πούμε ότι τσακωθήκαμε για το ποιος θα κάνει την κλήση. Ο κος Βαγγελάτος μας έδωσε πληροφορίες για κάποιον Κύπριο, ο οποίος είχε συνεργείο και μας εξήγησε αναλυτικά πώς να το βρούμε. Τον ευχαριστήσαμε, πακετάραμε και φύγαμε καρφί για το συνεργείο. Ο αδελφός Κύπριος έριξε μία πρόχειρη ματιά, μας επιβεβαίωσε ότι το πρόβλημα ήταν στο ρουλεμάν του τεντωτήρα το οποίο ήθελε αντικατάσταση και μας είπε να πάμε τη Δευτέρα το πρωί να ξεκινήσουμε τις εργασίες ενώ για το κολάρο μας είπε ότι θα μπορούσε να το φέρει από Ν. Αφρική. Κάποιος από την παρέα που καθόταν και έπινε τον καφέ του, έδειξε ενδιαφέρον για το ότι ελληνικό αυτοκίνητο πατούσε τις ρόδες του στα μέρη τους και μας έπιασε την κουβέντα. Πάνω στο παραλήρημά του για τις επιχειρήσεις του και τα λεφτά που έκανε στην ξενιτιά και το πως κατάφερε να σπουδάσει και τα πέντε του παιδιά (τι ματαιοδοξία κι αυτή που έχει ο Έλληνας να σπουδάσει τα παιδιά του.. λες και μεις που σπουδάσαμε το αναγνώρισε κανένας εργοδότης), του πετάει ο Νίκος την ατάκα-παγίδα αν υπάρχει περίπτωση για καμία προσωρινή δουλειά. Η αναδίπλωσή του θα μείνει στην ιστορία αφού από πρώην μεγαλοεπιχειρηματίας και συνταξιούχος με πολλές γνωριμίες, ξαφνικά μετατράπηκε στον τύπο που ρωτάς στο φανάρι «Για Θεσσαλονική καλά πάω» και αυτός σου απαντάει «Ίσως, μπορεί, δεν ξέρω.. για ρώτα παρακάτω». Πράγματι, ο μεσήλικας Κύπριος μασώντας τα λόγια του, άρχισε να μας απαριθμεί τις επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων που υπάρχουν στην πρωτεύουσα και μας συμβούλεψε να τις πάρουμε μία μία ζητώντας δουλειά.

Το να μείνουμε και να δουλέψουμε δεν το είχαμε σκεφτεί καθόλου και προέκυψε εντελώς ξαφνικά πάνω στην κουβέντα που είχαμε με τον κυριούλη. Ούτως η άλλως, το πλάνο του ταξιδιού είναι ανοιχτό σε προκλήσεις και ευκαιρίες μιας και ιδιαίτερες δεσμεύσεις δεν έχουμε ενώ και η επικείμενη επιστροφή στην Ελλάδα δε θα συνοδευτεί με κανένα οικονομικό όφελος που θα βάλει φωτιά στις ρόδες μας. Επιπλέον, μία οικονομική ένεση θα ήταν το καλύτερο φάρμακο για τη συνέχεια ενώ θα πάγωνε τις συνεχόμενες ταμειακές εκροές μας για κάποιο χρονικό διάστημα. Τελικά, το πώς καταλήξαμε από αναζήτηση συνεργείου σε αναζήτηση εργασίας, αυτό ίσως μπορέσει να το απαντήσει κάποιος συμβατικός άνθρωπος. Εμείς αδυνατούμε..

Αφού κανονίσαμε την επίσκεψη της Δευτέρας με τον μηχανικό, πήγαμε στην πρώτη κοντινότερη ελληνική επιχείρηση από το συνεργείο, που δεν ήταν άλλη από ένα καζίνο. Όσα καζίνο έχει η Lusaka δεν τα έχει όλη η Ελλάδα. 8 μετράει η πρωτεύουσα και 23 η χώρα συνολικά. Τα περισσότερα ανήκουν σε Έλληνες και Κύπριους, οι οποίοι ήρθαν για ένα καλύτερο μέλλον στη Ζάμπια πριν 30-40 χρόνια και τώρα έχουν γίνει μεγιστάνες εγκαθιδρύοντας νόμιμες επιχειρήσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος μιας και στην Αφρική, οι μοναδικοί που έχουν χρήμα είναι οι ντόπιοι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι Κινέζοι μεγαλοεργολάβοι-αποικιοκράτες.

Οι υπάλληλοι της υποδοχής ήταν πολύ ευγενικοί και μας ενημέρωσαν ότι οι υπεύθυνοι έρχονται μετά τις 2 το μεσημέρι. Πεταχτήκαμε λοιπόν στο απέναντι εμπορικό για να πάρουμε το μεσημεριανό μας και στις 2 παρά ήμασταν πίσω. Το Diamonds Casino ανήκει σε μεγάλο ποσοστό στον γνωστό Έλληνα μεγαλοεπιχειρηματία Πηλαδάκη ενώ συμμετέχουν και Έλληνες της Ζάμπια. Ο πρώτος Έλληνας που γνωρίσαμε ήταν ο Αιμίλιος, ο σεφ του καζίνο. Μας έβαλε κάτω, μας κέρασε καφέ, χυμό, παγωμένο νερό και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για το ταξίδι μας. Τρελάθηκε ο καημένος και δεν το πίστευε ότι με το Suzukακι είχαμε έρθει από την Ελλάδα και ότι ήμασταν τόσο καιρό στους δρόμους. Του είπαμε το λόγο της επίσκεψής μας και αμέσως έδειξε ενδιαφέρον μιλώντας με τον νέο διευθυντή και εξηγώντας του την κατάσταση.

Ο Αιμίλιος επι τω έργο
Ο Αιμίλιος είχε μόλις 6 μήνες στη Lusaka και στο Diamonds Casino, όπου είχε αναλάβει το συντονισμό και λειτουργία του εστιατορίου. Πνιγμένος από την κρίση και τα συνεχόμενα οικονομικά αδιέξοδα, αντί να βάλει μια θηλιά στο λαιμό του, παράτησε μετά από σχεδόν 20 χρόνια τα ιδιόκτητα εστιατόριά του και «απέδρασε» στη Ζάμπια όπου κάνει μία νέα αρχή στα 47 του. Η ισχυρή του θέληση, η αστείρευτη υπομονή του, η ωριμότητα και η πραότητά του, τον βοήθησαν πρωτίστως να σταθεί στα πόδια του και να ατενίσει το μέλλον με αισιοδοξία ενώ η θέλησή του να μας προσφέρει την οποιαδήποτε βοήθεια χωρίς καμία αξίωση, ήρθε να μας θυμίσει την «καλοσύνη των ξένων» που τόσο απλόχερα είχαμε δεχτεί στο ταξίδι μας από τόσο και τόσο κόσμο.   

Τυχεροί ή άτυχοι; Κατά την επίσκεψή μας στο συγκεκριμένο καζίνο, είχαμε πέσει πάνω σε μία μεταβατική κατάσταση όπου ο Βασίλης, ο απερχόμενος διευθυντής τον οποίο γνωρίσαμε λίγο αργότερα μας διαβεβαίωνε ότι αν ήταν ακόμα στη θέση του, σίγουρα θα μπορούσε να προκύψει κάτι θετικό. Ο Βασίλης και η Χαρά (η σύζυγός του) εργάζονταν για 1 χρόνο στο συγκεκριμένο καζίνο και τους γνωρίσαμε μόλις δύο ημέρες πριν πετάξουν για Ελλάδα έχοντας προηγουμένως αηδιάσει με την κατάσταση που επικρατούσε στο καζίνο και κυρίως με τις συμπεριφορές των Ελλήνων συναδέλφων τους. Τα παιδιά ήταν ταξιδιάρηδες κι αυτοί και αμέσως γούσταραν με αυτό που κάνουμε και μάλιστα μπήκαν -για δευτερόλεπτα- στο τριπάκι να συνταξιδέψουμε παρέα. Με τη γνωριμία να μην έχει κλείσει ούτε καν 12 ώρες, με μία πρωτοφανή κίνηση γενναιοδωρίας και με το σκεπτικό ότι «θέλουμε να βοηθήσουμε, αλλά στην παρούσα φάση δεν μπορούμε», μας δώρισαν ένα σημαντικό χρηματικό πόσο και μας άφησαν με το στόμα ανοιχτό απαντώντας μας αθόρυβα πώς μπορεί να σκεφτεί και να λειτουργήσει ένας άνθρωπος που βάζει το συναίσθημα πάνω από τη λογική και το συμφέρον. Ότι και να πούμε για αυτά τα παιδιά, θα είναι απλά λίγο.

Γύρος στη Lusaka. Σουρεάλ;
Η ώρα είχε περάσει, όλοι ήταν απασχολημένοι με κάτι και μόνο εμείς καθόμασταν στο μπαρ και χαζεύαμε τον κόσμο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η ώρα είχε πάει 1 το βράδυ και χωρίς να το καταλάβουμε, η πρώτη μας επίσκεψη σε καζίνο στη ζωή μας είχε κλείσει 11 ώρες γνωρίζοντας συνεχώς Έλληνες ομογενείς αλλά και νέο αίμα κατευθείαν από την πατρίδα, τρώγοντας γουρουνόπουλο, τζατζίκι και γύρο -όλα δημιουργίες του Αιμίλιου- και νιώθοντας μάλλον για πρώτη φορά στο ταξίδι, μία γλυκιά νοσταλγία για την Ελλάδα, τις οικογένειες και τους φίλους μας.

Το Σάββατο (27/07) πήγαμε για καφεδάκι (αθάνατη ελληνική κουλτούρα) με το Βασίλη, τη Χαρά και τον Αιμίλιο για να γνωριστούμε καλύτερα και να τα πούμε με την ησυχία μας εκτός καζίνο. Είχαμε ενθουσιαστεί που είχαμε γνωρίσει 3 νορμάλ ανθρώπους και νιώθαμε την τύχη να μας έχει χτυπήσει την πόρτα μετά το «ρίσκο» που πήραμε να έρθουμε σε επαφή με Έλληνες ακόμα κι αν δεν προέκυπτε κάτι στο θέμα της δουλειάς. Μοιραία καταλήξαμε στο καζίνο μαζί με τον Αιμίλιο ενώ τα παιδιά ήταν στη διαδικασία που αποχαιρετούσαν φίλους και γνωστούς οπότε ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επομένη. Το βραδάκι επιστρέψαμε στη βάση μας, φτιάξαμε ποπ κόρν, ήπιαμε κρασάκι και ανεβήκαμε νωρίς στη Φιφίκα γιατί με την πολύωρη παραμονή στο καζίνο, τα μάτια μας είχαν αρχίσει και γυρνούσαν σαν τους κουλοχέρηδες στα καρτούν.

Την Κυριακή (28/07) το μεσημέρι, ο Αιμίλιος έκανε το αποχαιρετιστήριο τραπέζι στο Βασίλη και τη Χαρά στο εστιατόριο ενός άλλου καζίνο και εκεί ευχηθήκαμε αμφότεροι «καλά ταξίδια & καλή αντάμωση» κάπου, κάπως, κάποτε. Το συγκεκριμένο καζίνο ανήκε σε έναν Κυπραίο μεγαλοεπιχειρηματία και ήταν το τελευταίο μας χαρτί για να βρούμε προσωρινή απασχόληση. Ο κυρ Αντρέας ερχόταν πιο αργά στο καζίνο και πρώτα γνωρίσαμε τον γιο του, τον Μπάμπο. Γεννημένος στη Ζάμπια με σπουδές στην Αγγλία και μεγάλη αφοσίωση στη διατήρηση των κεκτημένων της οικογένειας, δούλευε από πολύ μικρός και πρόσφατα είχε αναλάβει το καζίνο Majestic . Κουφάθηκε κι αυτός όταν είδε τον παραφορτωμένο Ζήκο, του εξηγήσαμε τη διαδρομή μας και το ταξίδι μας και προσφέρθηκε να κάνει ότι περνούσε από το χέρι του για να βάλει πλάτη στο ονειράκι μας. Μετά από τρεις ημέρες και το ελληναριό που είχε παρελάσει από μπροστά μας -με τη φωτεινή εξαίρεση της τρόικας του Diamonds Casino,  η οποία ήθελε αλλά δεν μπορούσε-, ο Μπάμπος ήταν ο μοναδικός που ασχολήθηκε μαζί μας, ενθουσιάστηκε με αυτό που κάνουμε και κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια να σκεφτεί κάτι προσωρινό, ημιπαράνομο (σε όλες τις αφρικανικές χώρες, είναι πολύ δύσκολο για λευκό να πάρει άδεια εργασίας για δουλειά που είναι σε θέση να εξασκήσει ντόπιος) και με καλές απολαβές. Άλλη μία ημέρα είχε ξεκινήσει σε καζίνο και όλα προμήνυαν ότι θα ήταν μεγάλη. Ο κυρ Αντρέας έκανε την εμφάνισή του λίγο πριν τις 10 και με την πληθωρική παρουσία του και το μεγάλο του μικρόβιο για περιπέτεια κάθε είδους (κυνήγι, σαφάρι, off road κλπ) ξετρελαμένος με τα καμώματά μας, υποσχέθηκε να μας απασχολήσει στη φάρμα του για όσο διάστημα επιθυμούσαμε. Έτσι απλά.. Χωρίς καμία προσδοκία, χωρίς να μας γνωρίζει καν. Προγραμματίσαμε να περάσουμε από το Supermarket Melissa (τη ναυαρχίδα των επιχειρήσεων) προκειμένου να μας εφοδιάσει με τα απαραίτητα και να αναχωρήσουμε για το Itezhi Tezhi, το χωριό όπου βρισκόταν η φάρμα μετά από δύο ημέρες.

Καθ' οδόν για Itezhi Tezhi
Υ/Η σταθμός Made in China
Τρίτη (30/07) πρωί και μετά από μία σύντομη στάση στο Melissa και τις τελευταίες οδηγίες από τον κυρ Αντρέα, φύγαμε για το χωριό με κατεύθυνση δυτικά της Lusaka. Μετά από 330 χλμ περίπου (τα τελευταία 110 σε ήπιο off road, το οποίο μας είχαν παρουσιάσει ως δύσκολο και απαιτητικό κοιτάζοντας με μισό μάτι τον Ζήκο) φτάσαμε στο Itezhi Tezhi, μία μεγαλούτσικη κωμόπολη με τράπεζα, κέντρο υγείας και σχολεία, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το Kafue National Park, το πέμπτο μεγαλύτερο εθνικό πάρκο της Αφρικής. Το χωριό είχε ζωή και αρκετή κινητικότητα εξαιτίας ενός τεράστιου υδροηλεκτρικού σταθμού που ήταν υπό κατασκευή -εννοείται Made in China- ενώ γενικότερα οι ευκαιρίες απασχόλησης ήταν αυξημένες σε σχέση με άλλες επαρχιακές περιοχές και χωριά. Με το που φτάσαμε, σταματήσαμε στο μίνι μάρκετ Melissa του κυρ Αντρέα και συναντήσαμε την Elina, μία γλυκιά Ζαμπιάνα με ένα τεράστιο χαμόγελο, η οποία κανόνισε αμέσως να έρθει ένα αυτοκίνητο για να μας δείξει το δρόμο μέχρι τη φάρμα. Ο Musonta, ο οδηγός-σύνδεσμος μεταξύ φάρμας και μίνι μάρκετ κατέφτασε και τον πήραμε από πίσω. Σε πέντε λεπτά περνούσαμε την πύλη μιας απέραντης έκτασης, η οποία φιλοξενούσε άπειρα ζώα και τεράστιες καλλιέργειες με οπωρολαχανικά και φρούτα. Ο Victor, ο υπεύθυνος της φάρμας μας έδειξε αμέσως το σπίτι όπου θα μέναμε και έπειτα ξεκινήσαμε έναν μεγάλο περίπατο προκειμένου να δούμε τι παράγουν και με τι καταπιάνονται οι 25 περίπου εργαζόμενοι της φάρμας.

Τα σπανάκια μας
Τα μοσχαράκια μας
Μέσα σε 1000 στρέμματα σταβλίζονταν και εκτρέφονταν περίπου 450 μοσχάρια, 500 κατσίκια, 100 πρόβατα, 100 κουνέλια, 3.000 κοτόπουλα, 700 αυγόκοτες, 100 πάπιες, 100 φραγκόκοτες, 100 ορτύκια, καμιά 20αρια γαλοπούλες και 2 παγώνια. Πέραν των ζωντανών, ο κυρ Αντρέας καλλιεργούσε συστηματικά και προωθούσε στα σούπερ μάρκετ του, σπανάκι, ρόκα, μαϊντανό, άνηθο, κόλλιανδρο, σέλινο, αγκινάρες, μαρούλια, λάχανα, πιπεριές, μελιτζάνες, κρεμμύδια, μπρόκολα, ντομάτες, τσίλι, σκόρδα, αγγούρια, κολοκύθες, καρότα, φασόλια, κουκιά, λεμόνια, πορτοκάλια, μάνγκο, μπανάνες και καλαμπόκι. Τέλος, στο σπίτι όπου μέναμε υπήρχαν και 2 μικρά εκκολαπτήρια για τα αυγά από ορτύκια, πάπιες και γαλοπούλες που πέρναμε καθημερινά. Το πίσω μέρος της φάρμας κατέληγε στον ποταμό Kafue, και έτσι το μεγάλο πρόβλημα της γεωργίας και κτηνοτροφίας, δηλαδή η διαθεσιμότητα νερού, ήταν λυμένο και με το παραπάνω. Επιπλέον, οι κλιματολογικές συνθήκες της ευρύτερης περιοχής (περίοδος των βροχών από Μάρτη μέχρι Μάϊο χοντρικά και απουσία βαρύ χειμώνα) μόνο ευνοϊκές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Απόδειξη αυτού οι χιλιάδες φάρμες με ζώα και καλλιέργειες σε Ζιμπάμπουε, Μποτσουάνα, βόρεια Ναμίμπια, Ζάμπια και φυσικά Νότια Αφρική.

Η αποστολή μας και οι οδηγίες από τον κυρ Αντρέα δεν ήταν να κάνουμε τα αφεντικά και προκειμένου να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, μας παρουσίασε σαν εθελοντές που απλά κάναμε το «αγροτικό» μας (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Ο Victor ήταν το απόλυτο αφεντικό καθώς γνώριζε τους πάντες και τα πάντα ενώ εμείς δίπλα του προσπαθούσαμε να τον βοηθήσουμε κυρίως στη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων και το συντονισμό των εργασιών με βάση τις οδηγίες του κυρ Αντρέα. Επιπλέον, έπρεπε να φροντίσουμε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι απώλειες της παραγωγής και κυρίως τα αυγά καθώς υπήρχαν υποψίες ότι αυτά έκαναν φτερά αφού η παραγωγή δεν ήταν η αναμενόμενη. Οι αποστάσεις που έπρεπε να καλύπτουμε καθημερινά ήταν μεγάλες από τα σπίτια μέχρι τους στάβλους και το να υπάρχει ένας άνθρωπος σε συγκεκριμένα σημεία που να συντονίζει το εργατικό δυναμικό ήταν ίσως το πιο σημαντικό προκειμένου να διατηρείται η παραγωγικότητα στα επιθυμητά επίπεδα. 

Συγκομιδή αυγών
Φυτεύοντας καρπούζια
Καθημερινά ξυπνούσαμε στις 7 το πρωί και μετά από ένα καλό πρωινό ξαμολιόμασταν, η Γεωργία στις κότες και τα κουνέλια και ο Νίκος μαζί με το Victor στα μοσχάρια, τις κατσίκες και τα πρόβατα (καταμέτρηση, προαυλισμός,  βοσκή στα πέριξ, εμβολιασμοί και αργά το απόγευμα καταμέτρηση και στάβλισμα). Κατά τις 10-11 και αν όλα ήταν οκ με τα ζωντανά, κατεβαίναμε στις καλλιέργειες και βοηθούσαμε τους υπόλοιπους στις διάφορες εργασίες (συγκομιδή της σοδειάς, ξεχορτάριασμα, μεταφύτευση από το φυτώριο στα παρτέρια, τσάπισμα, ράντισμα κλπ) μέχρι τη μία οπότε ήταν το διάλλειμα για φαγητό. Από τις 2 μέχρι τις 5, αν και οι συνθήκες κάποιες φορές ήταν ιδιαίτερα δύσκολες λόγω έντονης ζέστης, συνήθως συνεχίζαμε αυτά που είχαμε αφήσει στη μέση. 

Πέρα από την ευκαιρία που μας δόθηκε να απασχοληθούμε σε ένα αντικείμενο που μας ενδιαφέρει και που έχουμε μερικώς εξασκήσει και στην Ελλάδα αλλά σε μικρότερη κλίμακα βέβαια (στην πολυκατοικία είχαμε το δικό μας παρτέρι το τελευταίο καλοκαίρι πριν αναχωρήσουμε ενώ η συγκομιδή του δικού μας ελαιόλαδου αποτελεί οικογενειακή παράδοση ετών), παράλληλα βρεθήκαμε στην ευχάριστη θέση να ζούμε και να εργαζόμαστε πλάι σε ντόπιους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο χωριό, οι μοναδικοί μη ντόπιοι που υπήρχαν ήταν οι Κινέζοι που εργάζονταν στο φράγμα και εμείς. Καιρό αναζητούσαμε ανάλογη εμπειρία όπου μέσα από τη συναναστροφή με αφρικανούς και χωρίς την παραμικρή ανάμιξη λευκού, θα λύναμε διάφορες απορίες που κουβαλάμε στο μυαλό μας, θα μοιραζόμασταν διάφορα πράγματα, θα βιώναμε την αντιμετώπισή τους από τους λευκούς και θα ανακαλύπταμε πως και τι σκέφτονται αυτοί για διάφορα πράγματα στα οποία οι δυτικοί έχουν καταφέρει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο να δώσουν απαντήσεις και λύσεις. Βασική συνισταμένη μιας τέτοιας συναναστροφής είναι οι αφρικανοί αν δεν είναι μορφωμένοι, τουλάχιστον να είναι με κάποιο τρόπο καλλιεργημένοι και ανοιχτόμυαλοι προσπερνώντας τα βασικά εμπόδια της διαφορετικότητας του χρώματος, της θρησκείας, της κουλτούρας και πάει λέγοντας.

Victor, ο ακούραστος φρουρός της φάρμας
Ο Victor αποδείχθηκε ο καταλληλότερος άνθρωπος για όλα αυτά που επιδιώκαμε και πραγματικά νιώθουμε ευλογημένοι που τον γνωρίσαμε. Ο φίλος μας είναι 37 χρονών, κατάγεται από την ανατολική επαρχία της χώρας, ανήκει στη φυλή Chewa-Nyanga, είναι μάρτυρας του Ιεχωβά και δουλεύει σε κυπριακές και ελληνικές επιχειρήσεις για περίπου 17 χρόνια. Ένα αστέρι πραγματικό, ο Victor ήταν δουλευταράς, πανέξυπνος, φιλότιμος, ακούραστος μα πάνω απ’ όλα είχε καρδιά μικρού παιδιού (και ίσως αυτό να μας έκανε να ταυτιστούμε τόσο πολύ μαζί του). Μας ήξερε καλά σα λαό, ήξερε μερικά «στολίδια» σε σπαστά ελληνικά που «έπιανε» κατά καιρούς από τα διάφορα αφεντικά του και φυσικά ήξερε να φτιάχνει σουβλάκι και γύρο μιας και η προηγούμενη απασχόλησή του, ήταν σε κρεοπωλείο.

Την Elina δεν τη χαρήκαμε όσο θα θέλαμε καθώς δούλευε καθημερινά από τις 7 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ και μέχρι να γυρίσει, να κάνει ένα μπάνιο κα να ξεκουραστεί, είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η Elina ήταν 45 χρονών (αν και πιο πολύ έμοιαζε για 35αρα), είχε κι αυτή καταγωγή από την ανατολική επαρχία, προερχόταν από την φυλή Tumbuka και πριν καταλήξει στο Itezhi Tezhi εργαζόταν στην Κύπρο ως οικιακή βοηθός σε σπίτι πλουσίων για περίπου 3 χρόνια. 

Τρώγοντας nsima με τον Victor
Με τον Victor περνούσαμε όλη τη μέρα παρέα και μόνο το βράδυ χωριζόμασταν όπου πήγαινε ο καθένας στο σπίτι του να μαγειρέψει, να ξεκουραστεί και να χαζέψει στην τηλεόραση (ο Victor δηλαδή γιατί εμείς και να θέλαμε δεν είχαμε). Κουβεντιάζαμε διάφορα και κάθε φορά μας άφηνε με το στόμα ανοιχτό με τις απόψεις του περί λευκών και για το ότι έκαναν κάποια καλά στην Μαύρη Ήπειρο κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας βοηθώντας στην ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση κάποιων χωρών (ναι, αλλά με ποιο τίμημα Victorάκο μου), περί αφρικανών και για το πόσο ωχαδερφιστές είναι και το πόσο εφήμερα αντιμετωπίζουν πολλά πράγματα από την ίδια τη ζωή μέχρι τη δουλειά, το χρήμα, τις σχέσεις και τελικά το θάνατο, περί Mugabe (ο 90χρονος δικτάτορας στη Ζιμπάμπουε, ο οποίος είναι μετά τον μακαρίτη τον Καντάφυ της Λιβύης και τον προσφάτως αποφυλακισθέντα Μουμπάρακ της Αίγυπτου, ο μακροβιότερος μονάρχης μετά την ανεξαρτητοποίηση μιας χώρας στην Αφρική ενώ πρόσφατα επανεξελέγη με περίπου 65% πλειοψηφία) και για το πόσο στόκος πρέπει να είσαι σαν πολίτης της Ζιμπάμπουε που συνεχίζεις και τον εκλέγεις μετά από όσα έχει κάνει αλλά και μετά από όσα δεν έχει κάνει για σένα και την πατρίδα σου, περί διαφθοράς και κακοδιαχείρισης των εκάστοτε κυβερνήσεων από το 1964 που απελευθερώθηκαν από τους Άγγλους δίνοντας μας γλαφυρά παραδείγματα και τέλος περί μαύρης μαγείας και γενικότερης ροπής προς παραδοσιακές ιατρικές πρακτικές και μαγικές συνταγές και για το πόσο προσκολλημένη είναι η συντριπτική πλειοψηφία των αφρικανών ανεξαρτήτου προέλευσης, θρησκείας και μορφωτικού επιπέδου. Ειδικά για τη μαύρη μαγεία, τα παιδάκια στο Ethandweni είχαν λυσσάξει να μας λένε για μάγισσες και εξορκισμούς αλλά εμείς τα κοροϊδεύαμε. Τελικά, από τα λεγόμενα του Victor καταλάβαμε ότι οι περισσότεροι αφρικανοί όχι μόνο τα πιστεύουν αλλά αρκετοί τα φοβούνται και μάλιστα το μόνιμο άγχος του Victor ήταν μήπως κανένας ρίξει μάγια στους βοσκούς και τους κλέψουν ολόκληρα τα κοπάδια χωρίς κανένας να καταλάβει το οτιδήποτε! Φυσικά, από την καθημερινή κουβέντα δεν έλειπε το ποδόσφαιρο (αγαπημένο θέμα των Ζαμπιάνων) και η Chipolopolo (Χάλκινες σφαίρες), η εθνική όμαδα ποδοσφαίρου, τα παιχνίδια της οποίας για τα προκριματικά του επερχόμενου Μουντιάλ, προξενούσαν παροξυσμό σε ολόκληρη τη χώρα. Μάλιστα, ο μεγάλος σταρ της εθνικής τους Chris Catongo, είχε θητεύσει στο ελληνικό πρωτάθλημα και τη Skoda Ξάνθη για ένα φεγγάρι, οπότε η κουβέντα έδινε κι έπερνε.

New Kalala Lodge,
Kafue NP
Η θέα στη λίμνη Itezhi Tezhi
Ο κυρ Αντρέας, πέρα από τη φάρμα και το μίνι μάρκετ (στο οποίο παράλληλα λειτουργούσαν ένας μύλος για millie meal και ένας φούρνος με το καλύτερο ψωμί στη Ζάμπια), 7 περίπου χλμ από το χωριό, τα τελευταία 5 χρόνια εκμεταλλευόταν ένα τουριστικό κατάλυμα, το New Kalala Lodge. Το lodge ήταν χτισμένο με θέα την καταπληκτική λίμνη του Itezhi Tezhi και ήταν ένας χώρος απομονωμένος, ιδανικός για να ηρεμήσεις, να αποτραβηχτείς από την έντονη καθημερινότητα και να ζήσεις μέσα στη φύση. Το Kafue National Park ήταν ακριβώς δίπλα για ένα σαφάρι μέσα στην άγρια και ανέγγιχτη ζαμπιάνικη σαβάνα ενώ η λίμνη προσφερόταν για ήρεμες βαρκάδες, μοναδικά ηλιοβασιλέματα και φυσικά ψάρεμα. Ο κυρ Αντρέας που επισκεπτόταν το lodge και τη φάρμα πολύ τακτικά, μας προσκαλούσε πότε πότε να φάμε παρέα και μία Κυριακή προσκάλεσε όλο το προσωπικό να φάμε παρέα και αργά το απόγευμα να κάνουμε ένα σαφάρι στο πάρκο (εννοείται όλα πληρωμένα από τον ίδιο). Αυτό ήταν το πρώτο μας σαφάρι χωρίς τον Ζήκο και μάλιστα με πεπειραμένο οδηγό-ξεναγό αλλά για μία ακόμα φορά περιοριστήκαμε στα απολύτως βασικά (κι αυτά σε περιορισμένους αριθμούς). Λιοντάρια και λεοπαρδάλεις απλά τα αγνοούμε και μέχρι στιγμής μετά από 5 επισκέψεις σε αφρικανικά εθνικά πάρκα, είμαστε οι μοναδικοί από όσους ταξιδιώτες έχουμε συναντήσει που ανήκουμε σε αυτή την κατηγορία.  

Επιτέλους νέα ανταλλακτικά για
τον Ζήκο
Παράλληλα, κατά την παραμονή μας στη φάρμα, με την απαραίτητη συνδρομή της Suzukoοικογένειας Κακαβά από τη Χαλκίδα, οι οποίοι μας στήριξαν ιδιαίτερα πριν την αναχώρηση στο τομέα της συντήρησης του αυτοκινήτου, παραγγείλαμε τα δύο ανταλλακτικά που χρειαζόμασταν (τον ένα τεντωτήρα του ιμάντα δυναμό και το κολάρο του τούρμπο που «πηγαίνει» στο intercooler) και μέσω DHL, οι γονείς μας φρόντισαν να τα παραλάβουμε έγκαιρα και γρήγορα (μαζί με τη νέα κολλεξιόν του Vitara Club). Την αντικατάσταση και τοποθέτηση την κάναμε μόνοι μας με τη βοήθεια του service manual που επίσης μας έχει δώσει η Suzukoοικογένεια και θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Ζήκος θα αργήσει να παραπονεθεί για κάτι νέο.

Μετά από ένα μήνα και κάτι, ενημερώσαμε τον κυρ Αντρέα για τη συνέχεια του ταξιδιού μας και τα ξημερώματα της Παρασκευής (06/09) αναχωρήσαμε για την πρωτεύουσα προκειμένου να χαιρετήσουμε τον Αιμίλιο και τον Μπάμπο (τους ανθρώπους που μας είχαν βοηθήσει), να εφοδιαστούμε σε προμήθειες και να πάρουμε την άγουσα για Τανζανία. Φευ.. ο Αιμίλιος και η νέα του παρέα είχαν άλλες ιδέες και σχέδια.

Το μεσημεράκι της Παρασκευής συναντήσαμε τον Αιμίλιο, ο οποίος καταχάρηκε που μας είδε και έβαλε αμέσως το σχέδιο του σε εφαρμογή. Είχε πρόσφατα μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα στους χώρους της ελληνικής κοινότητας και προσφέρθηκε να μας φιλοξενήσει για το σαββατοκύριακο γνωρίζοντας ότι εμείς το μοναδικό που θέλαμε ήταν χώρος για το αυτοκίνητο και μία τουαλέτα. Αφού κάναμε μερικές δουλίτσες στην πόλη (για πρώτη φορά στο ταξίδι χρειάστηκε να επισκεφτούμε γιατρό και πιο ειδικά οδοντίατρο όπου η Γεωργία έπρεπε να φροντίσει μία μικρή «αμαρτία» πριν αυτή γίνει μεγαλύτερη), το απογευματάκι συναντηθήκαμε ξανά με το φιλαράκι μας, όπου όλοι μαζί πήγαμε στην ελληνική κοινότητα της Lusaka. Εκεί λοιπόν γνωρίσαμε τον Δημήτρη, τον δάσκαλο της κοινότητας και την Δέσποινα, την κοπέλα του Δημήτρη που είχε μετακομίσει προσφάτως στη Ζάμπια. Ο Αιμίλιος έπρεπε να πάει πίσω στο καζίνο και έτσι εμείς μείναμε με τα παιδιά, οι οποίοι μας προσκάλεσαν στο σπιτικό τους για φαγητό και κουβεντούλα. Όπως καταλάβατε, το σχέδιο του Αιμίλιου ήταν να μας κρατήσει στη Lusaka όσο περισσότερο μπορούσε και σε αυτό έβαλαν το χεράκι τους και τα παιδιά, οι οποίοι μας κράτησαν «όμηρους» για τις επόμενες δύο εβδομάδες προσφέροντάς μας γνήσια ελληνική φιλοξενία, σπιτικό φαγητό, καλό νοτιοαφρικάνικο κρασί και άφθονη σοκολάτα.

Ο Δημήτρης
Ο Δημήτρης είναι ένας 45άρης ταξιδιάρης μη συμβατικός δάσκαλος με μεγάλη παιδεία και καλλιέργεια και μετά από 5ετή θητεία στο ελληνικό σχολείο της Addis Ababa στην Αιθιοπία, βρέθηκε ξεκρέμαστος στη Ζάμπια, όταν το Υπουργείο αποφάσισε τον μαζικό θάνατο των ελληνικών σχολείων στις περισσότερες κοινότητες της ομογένειας. Επειδή όμως είναι παλικάρι με άντερα και απίστευτες αντοχές, παίρνοντας άδεια άνευ αποδοχών από το σάπιο ελληνικό δημόσιο, παρέμεινε στην πρωτεύουσα της Ζάμπια να ιδιωτεύει και να συνεχίζει να μεταφέρει στα πλούσια καλομαθημένα ελληνόπουλα την ελληνική παιδεία και παράδοση.


Το Δεσποινιώ
Η Δέσποινα είναι 40 ετών (άσχετο αν δεν την κάνεις πάνω από 35), αποφοίτησε πρώτη από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μετά από μία πλούσια καριέρα στο θέατρο (αν και μας ομολόγησε ότι όπως οι περισσότεροι ηθοποιοί που σέβονται τον εαυτό τους και δεν είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν την αξιοπρέπειά τους στο βωμό της επιτυχίας, είχε εξασκήσει αρκετές ασχολίες στο παρελθόν πριν έρθει η καταξίωση στο πλάι μεγάλων σκηνοθετών όπως ο Ν. Τσακίρογλου), γνώρισε τον Δημήτρη και αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να τον ακολουθήσει στη Lusaka. Δύσκολη απόφαση για γερά στομάχια αλλά όταν ένας άνθρωπος υπηρετεί τα όνειρά του και δεν βάζει στεγανά και περιορισμούς στην ύπαρξή του, μας βρίσκει τόσο σύμφωνους και ταυτισμένους που μόνο να τον θαυμάσουμε μπορούμε.

Ο Δημήτρης (με τη βοήθεια της Δέσποινας και του Αιμίλιου) παράλληλα με την εκπαιδευτική του απασχόληση, αποφάσισε να αναλάβει τη διαλυμένη ελληνική κοινότητα και πιο συγκεκριμένα το εστιατόριο, το οποίο πριν από αυτό διαχειριζόταν ένας λαθρέμπορος πολύτιμων λίθων με υψηλές διασυνδέσεις με διάφορες μαφίες και φυσικά το τελευταίο που τον ενδιέφερε ήταν μία ενωμένη ελληνική κοινότητα σε έναν όμορφο χώρο, οποίος είχε δημιουργηθεί με ελληνικά και κυπριακά χρήματα ομογενών.

Το προφίλ του προηγούμενη ιδιοκτήτη σκιαγραφεί το προφίλ του μέσου Έλληνα ομογενή στη Ζάμπια (αν δεν ασχολείται με διαμάντια, θα έχει καζίνο, κωλόμπαρο, θα κάνει εμπόριο ναρκωτικών και πάει λέγοντας) ο οποίος πραγματικά δεν ξέρει τι έχει και η μοναδική του έννοια δεν είναι να βγάλει περισσότερα αλλά να μη βγάλει περισσότερα από αυτόν ο συμπατριώτης του. Οι κουβέντες μεταξύ τους περιστρέφονται γύρω από ατελείωτες μπίζνες, τα ποσά που αναφέρονται είναι πάντα σε χιλιάδες δολάρια (μερικές φορές και σε εκατοντάδες χιλιάδες), η οικογενειακή ζωή και η φιλία είναι άγνωστες λέξεις και φυσικά τα λεφτά που έχουν κάνει οι περισσότεροι δεν είναι και τόσο αθώα.

Και για να προλάβουμε τους εμπαθείς και τους έχοντας «αθώες» απορίες, εμείς ούτε εισαγγελείς είμαστε, ούτε δικαστές, ούτε δικηγόροι, ούτε δημοσιογράφοι. Ζώντας στο δρόμο και κάνοντας έναν τσιγγάνικο τρόπο ζωής τους τελευταίους 16 μήνες, στόχος μας είναι να βιώσουμε όσες περισσότερες εμπειρίες μπορούμε δεχόμενοι ερεθίσματα από παντού. Χωρίς λογοκρισία, χωρίς αναστολές και κυρίως χωρίς καμία προσδοκία, αυτά μεταφέρουμε και αυτά καταθέτουμε σε κάθε μας πινεζοϊστορία και όποιος δεν μπορεί να το δει ή να το καταλάβει, ας αλλάξει σελίδα.

Αναφορικά με την ελληνική ομογένεια της Ζάμπια, οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες που αποκομίσαμε είναι ότι χειρότερο μπορεί να φανταστεί κάποιος και πραγματικά η πικρή γεύση θα αργήσει να φύγει. Το ότι κατά κάποιο τρόπο επιβραβεύτηκε η επιλογή μας να αποφεύγουμε οτιδήποτε έχει να κάνει με την πατρίδα μας, δεν μας έκανε πιο χαρούμενους και φυσικά δεν ήταν αυτό το ζητούμενο στην απόφασή μας. Μακάρι να ήταν όλοι αγνοί και καλόψυχοι και ας ήμασταν εμείς αυτοί που θα χάναμε από τη μη συναναστροφή μαζί τους. Ασφαλώς, η αποδόμηση της ελληνοκυπριακής κοινότητας της Lusaka, δε σημαίνει ότι θέλουμε να ισοπεδώσουμε τα πάντα και να βάλουμε στο ίδιο τσουβάλι τους πάντες και τα πάντα. Οι αόριστες γενικεύσεις και οι μηδενισμοί είναι το τελευταίο που θέλουμε να προάγουμε στα ταπεινά πονήματα μας από τα ταξίδια στο χωροχρόνο και δεν μας βρίσκουν σύμφωνους σε καμία περίπτωση. Αλλά, όσον αφορά τους συμπατριώτες μας στη Lusaka (ομογενείς και μη), αν ποτέ τύχει να περάσετε και χρειαστείτε κάτι, βεβαιωθείτε ότι δεν απευθύνεστε σε Έλληνα ή Κύπριο.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ο Δημήτρης αναλαμβάνοντας το εστιατόριο και τις δραστηριότητες της ελληνικής κοινότητας, προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα χώρο όπου οι ομογενείς θα περνούσαν ποιοτικό χρόνο, θα απολάμβαναν καλό μαγειρευτό φαγητό (με τις ευλογίες και την πολύτιμη συνδρομή του Αιμίλιου) ενώ παράλληλα φιλοδοξούσε να του προσδώσει μία πιο εξωστρεφή διάσταση προσελκύοντας και άλλους ευρωπαίους ομογενείς και μετανάστες προωθώντας την μεσογειακή κουζίνα. Κατά την παραμονή μας στην κοινότητα για δύο εβδομάδες, το εστιατόριο άνοιγε μόνο κάθε Κυριακή μετά τη λειτουργία της εκκλησίας για καφέ και φαγητό αλλά στα μελλοντικά σχέδια ήταν η λειτουργία του εστιατορίου να είναι καθημερινή με μενού ημέρας. Τις τρεις Κυριακές που άνοιξε το εστιατόριο, βάλαμε ένα χέρι και εμείς βοηθώντας, η Γεωργία στην κουζίνα και ο Νίκος στο μπαρ.

Μαγειρεύοντας με τον Αιμίλιο
& τον Mwape
Μαζί με τον Δημήτρη και τη Δέσποινα περάσαμε δύο πολύ χαλαρές εβδομάδες και πραγματικά ήταν η καλύτερη «ένεση» για τη συνέχεια μιας και πήραμε δυνατές τζούρες Ελλάδας. Τον Αιμίλιο δυστυχώς δεν τον βλέπαμε όσο θα θέλαμε λόγω της ενασχόλησής του με το καζίνο αν και ο Νίκος που ήταν ο προσωπικός του οδηγός, περνούσε κάποιο χρόνο στο καζίνο και τα λέγανε για ώρες. Ο Δημήτρης τα περισσότερα απογεύματα έτρεχε στα μαθήματα και παρέα με τη Δέσποινα περνούσαμε τον περισσότερο χρόνο μαγειρεύοντας γλυκά, πίτες και κυρίως γεύματα στην κουζίνα του εστιατορίου. Όλα τα βράδια τρώγαμε σχετικά αργά και μετά σοκολάτα και ταινιούλα πριν πάμε για ύπνο. Ο δάσκαλος είχε ταξιδέψει πολύ και πραγματικά ήταν από τις φορές που νιώθαμε ότι κουβεντιάζουμε με έναν άνθρωπο και μας καταλαβαίνει απόλυτα. Βλέπετε, δεν είχε επιλέξει να ακολουθήσει το μικροαστικό πρότυπο του δασκαλάκου που πάει σπίτι-δουλειά-σπίτι, κάνει οικογένεια, παίρνει δάνειο, απεργεί τακτικά και αδιάλειπτα και πάει λέγοντας. Οι ιστορίες του από την Αιθιοπία, τους ανθρώπους και τα ταξίδια εκεί ήταν κάτι το συγκλονιστικό και έλαμπε το πρόσωπό του κάθε φορά που μιλούσε για τη χώρα αυτή μιας και είχε γίνει η δεύτερη πατρίδα του. Οι εμπειρίες του από τα ταξίδια σε νότια Αμερική, Αφρική και Ασία ήταν το καλύτερο δώρο που μπορούσε να μας κάνει μιας και τα υλικά αγαθά πλέον δεν έχουν και μεγάλη αξία για εμάς.

Αναβάλλοντας συνεχώς την αναχώρησή μας από την πρωτεύουσα και απολαμβάνοντας την «ομηρία» που αριστοτεχνικά είχε σχεδιάσει ο Αιμίλιος πλάι στον Δημήτρη και τη Δέσποινα, ο καιρός πέρασε και νιώσαμε ότι προς τα τέλη Σεπτεμβρίου είχε έρθει η καλύτερη στιγμή να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Τη Δευτέρα (23/09) αποχαιρετίσαμε τους φίλους μας και μέσα σε λυγμούς πήραμε το μονότονο δρόμο προς βορά μέσω της κεντρικής οδικής αρτηρίας που ενώνει την νότια με την ανατολική Αφρική. Μέσα σε 3 ημέρες διανύσαμε περίπου 1100 χλμ και με διανυκτερεύσεις σε κάποια αδιάφορα κάμπινγκ στο Mkusi και την Mpika, την Τετάρτη (25/09) το μεσημέρι αποχαιρετούσαμε τη Ζάμπια που στα αρχικά μας σχέδια ήταν να τη διασχίσουμε σε μία εβδομάδα και τελικά είχαμε κάτσει πάνω από δύο μήνες, είχαμε βρει εργασία, είχαμε γεμίσει το ταμείο με γερό κομπόδεμα χάρη σε κάποιους γενναιόδωρους ανθρώπους και για μία ακόμα φορά είχαμε ανατρέψει τα προσωπικά μας στερεότυπα και κοσμοθεωρίες δίνοντας στο χωροχρόνο μας φρέσκες αναπνοές, νέες ιδέες και αντοχές για το επόμενο απρόοπτο. Τι άλλο να ευχηθούμε για αυτό το ταξίδι;


Φρέσκο πράγμα λέμε
Μας άρεσαν: Η απόκοσμη ομορφιά των Makgadikgadi Pans στη Μποτσουάνα και το αεικίνητο Kubu Island, το δυνατό ενεργειακό κύμα που εξέπεμπαν οι καταρράκτες Mosi-oa-Tunya, η ζεστή φιλοξενία και υποδοχή των ντόπιων στο Itezhi Tezhi, η «καλοσύνη των ξένων» σε Francistown και Lusaka, η ενασχόλησή μας με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, οι φρέσκες σαλάτες που τρώγαμε κάθε μέρα στη φάρμα και τα vitumbua της Ελίνας (η ζαμπιάνικη εκδοχή του λουκουμά), η επισκευή του Ζήκου από εμάς τους ίδιους χωρίς να έχουμε τρομερές γνώσεις και τέλος οι άφθονες ελληνικές γεύσεις και συνταγές που καθημερινά δοκιμάζαμε στην ελληνική κοινότητα με τον Δημήτρη, την Δέσποινα και τον Αιμίλιο.



Δεν μας άρεσε: Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι η ομογένεια στηρίζει τον ελληνισμό και έχει επικρατήσει το αξίωμα ότι «Οι Έλληνες του εξωτερικού είναι πιο Έλληνες από αυτούς της Ελλάδας». Λαός που δεν έχει στο αίμα του την ενότητα και το μόνιασμα, ότι και να κάνει, είναι καταδικασμένος να αποτύχει, να ξεχαστεί, να σβήσει. Πήραμε μικρές δόσεις αυτής της συμπεριφοράς και δεν μας άρεσε καθόλου. Ντροπή σε όλους μας!

Είδαμε: Γεμάτα καζίνο από Κινέζους, οι οποίοι είναι από τους ελάχιστους που κινούν τις αφρικανικές οικονομίες σήμερα, ανέγγιχτη αφρικανική σαβάνα και ελάχιστο κόσμο στα εθνικά πάρκα σε σύγκριση με Μποτσουάνα, Ναμίμπια, Ν. Αφρική, Τανζανία κλπ,

Ακούσαμε: Ντόπιοι να χρησιμοποιούν αβασάνιστα όλο τον «βρώμικο» γλωσσικό μας πλούτο και μάλιστα με πολύ εύστοχους συνδυασμούς και ανταπαντήσεις. Επίσης, το γεγονός ότι όλοι οι Αφρικανοί μπερδεύουν το r με το l, κάνει πολλες φορές τις κουβέντες τους τουλάχιστον αστείες (πχ glass αντί για grass, long αντί για wrong και πάει λέγοντας).


Μέση τιμή πετρελαίου: 1.30 euro

Τοπικό νόμισμα: Zambian Kwacha – Ισοτιμία: 1 euro ≈ 7 Zambian Kwacha


Οδήγηση στη Ζάμπια: Σε γενικές γραμμές, το κεντρικό οδικό δίκτυο και η σήμανση είναι άνω του μετρίου ενώ οι off-road διαδρομές εξαρτώνται καθαρά από τον καιρό. Αν βρέξει, τα περισσότερα κομμάτια είναι απροσπέλαστα αλλά κατά την περίοδο ξηρασίας, δεν είναι δα και κάτι το τραγικό. Δεν παρατηρήσαμε ιδιαίτερη αστυνόμευση και μία δυο φορές που μας σταμάτησαν, όλα πήγαν μια χαρά αφού ότι χαρτί ζητούσαν, το είχαμε. Επίσης, στο Livingstone προμηθευτήκαμε την περίφημη κίτρινη κάρτα COMESA, η οποία στην ουσία σου παρέχει ασφαλιστική κάλυψη για όσο χρονικό διάστημα επιθυμείς για όλες τις χώρες που είναι στο πλάνο μας, μέχρι και τη Αίγυπτο. Στη Lusaka, το κυκλοφοριακό είναι ένας μικρός πονοκέφαλος για τους ντόπιους αλλά θεωρούμε ότι είναι απλή όαση μπροστά στο κέντρο της Αθήνας σε ώρες αιχμής. Μετά το Mkusi, οι νταλίκες που ανεβοκατέβαιναν από Τανζανία και Κόνγκο ξαφνικά πολλαπλασιάστηκαν στο δρόμο αλλά δεν ήταν κάτι το ανησυχητικό αφού οι ταχύτητες ήταν σχετικά χαμηλές και η συνεννόηση μεταξύ των οδηγών επαρκής και ασφαλής.

Το παλιό κολάρο
Αυτοκίνητο: Ακόμα μία φορά, τα σημάδια της ηλικίας έκαναν την εμφάνισή τους και η αλλαγή της αντλίας πετρελαίου λόγω ενός φθαρμένου o-ring (που θα μπορούσαν να είναι όλα εδώ που τα λέμε) απλά ήρθε να το επιβεβαιώσει. Τέλος καλό όλα καλά μιας και η νέα αντλία θα αντέξει τουλάχιστον άλλα 200.000 χλμ οπότε μάλλον ήταν για καλό ενώ και ο μηχανικός αποδείχτηκε επαγγελματίας. Πέραν αυτών, στην καλή λειτουργία του Ζήκου ήρθαν να προστεθούν τα δύο ανταλλακτικά που έπρεπε να αντικατασταθούν με νέα και απλά το είχαμε αμελήσει λίγο. Το κολάρο του τούρμπο που είχε επιπόλαια «επισκευαστεί» στη Ζιμπάμπουε αλλάχθηκε με νέο και ο φθαρμένος από τη σκόνη και την υγρασία τεντωτήρας επίσης αντικαταστάθηκε με καινούριο. Τέλος, στη Francistown αλλάξαμε φίλτρο πετρελαίου (το τρίτο στο ταξίδι μέχρι στιγμής μετά από 34.000 χλμ περίπου) και στη Lusaka αλλάξαμε τις βαλβολίνες των διαφορικών για πρώτη φορά επιλέγοντας φυσικά Castrol 80W90. Στον τομέα του βάρους, αναλάβαμε σημαντική πρωτοβουλία και καταφέραμε να ξεφορτωθούμε τις δεξαμενές νερού και πετρελαίου (σύνολο 140 lt) που κουβαλούσαμε από Ελλάδα και ελάχιστα μας είχαν χρησιμεύσει ενώ αλλάξαμε την εσωτερική διαρρύθμιση αποσύροντας το βαρύ ξύλινο έπιπλο-συρταρέρια που είχαμε κατασκευάσει ειδικά για αυτό το λόγο. Οι μεν δεξαμενές πουλήθηκαν (να είναι καλά ο κυρ Αντρέας) ενώ το έπιπλο μετασκευάστηκε σε «θερμοκοιτίδα» για τα νεογνά που παίρναμε από τα εκκολαπτήρια στη φάρμα. Γενικότερα, αφήσαμε απέξω πολλά άχρηστα πράγματα που κουβαλούσαμε χωρίς λόγο (αρκετά τα χαρίσαμε στο Victor και την Elina) και περιμένουμε να δρέψουμε καρπούς τόσο στον τομέα της ήδη χαμηλής κατανάλωσης όσο και στην γενικότερη καταπόνηση του Ζήκου ειδικά σε ανώμαλο τερέν.




Πατήστε εδώ για τις φωτογραφίες από Μποτσουάνα

Πατήστε εδώ για τις φωτογραφίες από Ζάμπια

Πατήστε εδώ για τα βίντεο

10 σχόλια:

  1. Είμαστε στο Marrakesh και σας διαβάζουμε προσεκτικά για καμιά ώρα! Καταπληκτικές εμπειρίες! Για να δούμε, θα βρούμε κι εμείς καμιά δουλίτσα, γιατί ψωμί ντεν έχει στο Ελάντα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Marrakesh ε; Τι μας θυμίσατε ρε κωλόπαιδα; Μέχρι στιγμής πάντως, από αυτά που διαβάζουμε, το Μαρόκο πρέπει να σας έχει κλέψει την καρδιά, έτσι δεν είναι;
      Κάντε πως φτάνετε Τανζανία (επειδή θα αργήσετε αρκετά, είμαστε σίγουροι) και μέχρι τότε ποιος ξέρει.. κάτι μπορεί να βρείτε ;-)
      Καλή συνέχεια φιλαράκια! Σιγά σιγά μπαίνετε στην πραγματική Αφρική! Τα καλύτερα έρχονται!!!

      Διαγραφή
  2. μπραβο σας παιδια.περιμενα με ανυπομονισια τα τελευταια νεα σας.
    σας διαβασα πολυ προσεκτικα και με μεγαλο ενδιαφερον.
    τελικα δεν υπαρχει αδιεξοδο πουθενα.
    τα χλμ που εχετε κανει,τα εχω κανει τα τελευταια 4 χρονια για την δουλεια μου.(155.000) περιπου
    μακαρι να τα ειχα κανει για ταξιδια!!!!!ακης απο λεπτοκαρυα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Για μια ακόμη φορά δεν χορταίνω να σας διαβάζω, και να σκεφτείτε ότι ακόμη δεν είδα φωτό και βίντεο από εδώ!!!
    Υεεεεςςςςςςςςςςςςςςςςςς!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Το ένεκα ένεκα και το σμάααακ σμάαααακ.. Το ποκάμισο από νότια αφρική με τρελαίνει(κλασσικός..). Το παντελόνο το πολύχρωμο της γιωργίας με μαγεύει.

    Ελευθερία στη λογοκρίσια..Ούτοσιάλλως όλα σα μπουμερανγκ μας επιστρέφουν.
    imagine there is no countries..it isnt hard to do..
    Συνεχίστε μέχρι την ανακάλυψη νέων φυλών.
    Ζήτω οι Ροβινσόνες κάθε είδους.
    σμααααααααααακ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Νικόλα,χρόνια πολλά για τη γιορτή σου φιλαράκι.Να ανοίγεις τους δρόμους,σου εύχομαι και να είσαι
    ότι ο φάρος για τους ναυτικούς για μας τους υπόλοιπους...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Θανούλη, καλή συνέχεια να έχετε και καλούς δρόμους!! Ευχαριστώ πολύ για τις ευχές!!
      Να είστε καλά και να προσέχετε τους...... λευκούς!!!

      Διαγραφή
  6. Γιώργαρε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τις ευχές!! Να είσαι καλά!!
    Και που σαι.. τώρα που κοντεύουμε για Ελλάδα, θέλω να ετοιμάσεις μία διαδρομή αλά Καλιακούδα, η οποία θα είναι και η αποχαιρετιστήρια του Ζήκου ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Οκ ετοιμάστε τον για μεγάλα ζόρια, με το καλό να επιστρέψετε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή